-
1 колбаса
-
2 колбаса
колбасаж τό σαλάμι, τό σαλτσισότο:копченая \колбаса τό καπνιστό σαλάμι· ливерная \колбаса τό σαλτισότο ἀπό ἐντόσθια -
3 ливерный
ливерн||ыйприл:\ливерныйая колбаса τό σαλάμι ἀπό ἐντόσθια. -
4 колбаса
[καλμπασά] ουσ. θ. σαλάμι -
5 колбаса
[καλμπασά] ουσ θ σαλάμι -
6 аппетитный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноορεχτικός•-ая колбаса ορεχτικό σαλάμι•
-ые капли ορεχτικές σταγόνες.
|| θελκτικός, γοητευτικός, νόστιμος (κυρίως για γυναίκα). -
7 зельц
-а α.σαλτσισότο, σαλάμι. -
8 колбаса
-ы πλθ. -асы, -ас θ. λουκάνικο• σαλάμι, σαλτσισότο: копчёная колбаса καπνιστό λουκάνικο•ливерная колбаса σαλτσισότο από έντερα•
варёная колбаса βραστό λουκάνικο.
-
9 колбаска
-и θ.μικρό λουκάνικο, σαλάμι•в виде -ы σαν λουκάνικο, αλαντοειδές.
-
10 копчёный
επ.1. καπνιστός•-ая рыба καπνιστό ψάρι•
-ая колбаса καπνιστό σαλάμι.
2. καπνισμένος•-ое стекло καπνισμένο γυαλί.
-
11 ливерный
επ.από εντόσθια•-ая колбаса σαλάμι από εντόσθια.
-
12 порезать
ρ.σ.μ.1. κόβω (•με κοφτερό εργαλείο)•порезать палец κόβω το δάχτυλο.
2. «θανατώνω•волк -ал пять овец ο λύκος έκοψε πέντε προβατίνες.
3. τεμαχίζω, κόβω τεμάχια, φέτες•порезать хлеб и колбасы κόβω ψωμί και σαλάμι.
4. κόβω λίγο.κόβομαι (με κοφτερό εργαλείο). -
13 салютовать
-тую, -туешьρ.δ.κ.σ. (με δοτ.)• χαιρετίζω με ομοβροντίες.салями θ. άκλ. σαλάμι. -
14 фарш
-а α.1. ο κιμάς•говяжий фарш βοδινός κιμάς.
2. παραγέμισμα•колбса с чесночным -ем σαλάμι με τριμμένο σκόρδο.
-
15 чесноковый
επ.του σκόρδου ή με σκόρδο•чесноковый запах μυρουδιά σκόρδου•
-ая колбаса σαλάμι με σκόρδο.
См. также в других словарях:
σαλάμι — το ιού (λ. ιταλ.), είδος λουκάνικου: Έφαγε ψωμί με σαλάμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαλάμι — το, Ν είδος αλλαντικού από λεπτοκομμένο χοιρινό ή μοσχαρήσιο κρέας, λίπος και μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salame < ρ. salare «αλατίζω» < sale «αλάτι» < λατ. sal, salis «αλάτι»] … Dictionary of Greek
Σαλαμιναφετέων — Σαλαμῑναφετέων , Σαλαμιναφέτης betrayer of Salamis masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαλαμιναφετῶν — Σαλαμῑναφετῶν , Σαλαμιναφέτης betrayer of Salamis masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαλαμίν — Σαλαμί̱ν , Σαλαμίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαλαμίς — Σαλαμί̱ς , Σαλαμίς fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Filócoro — Saltar a navegación, búsqueda Filócoro (Philochorus, Philókhoros Φιλόχορος) de Atenas (circa 340–267/261 a. C.)[1] escritor ateniense, contemporáneo de Eratóstenes, autor de obras sobre leyendas antiguas e historias de la Antigua Grecia … Wikipedia Español
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
σάντουιτς — το, Ν άκλ. 1. πρόχειρο έδεσμα που αποτελείται από δύο φέτες ψωμιού αλειμμένες στο εσωτερικό τους με βούτυρο μεταξύ τών οποίων τοποθετείται ζαμπόν, τυρί, ντομάτα, σαλάμι κ.ά. υλικά 2. μτφ. κατασκευή από ξύλο ή μέταλλο με δύο όμοια εξωτερικά… … Dictionary of Greek
σαλαμάκι — το, Ν υποκορ. τού σαλάμι … Dictionary of Greek